σκωληκοειδίτης

σκωληκοειδίτης
ο , σκωληκοειδίτη, σκωληκοειδίτιδο (-ιτις (-ιδος)] η мед. аппендицит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκωληκοειδίτης" в других словарях:

  • σκωληκοειδίτιδα — (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους… …   Dictionary of Greek

  • σκωληκοειδίτιδα — σκωληκοειδίτιδα, η και σκωληκοειδίτης, ο φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»